- πολυχροϊσμός
- και πολυχρωισμός, ο, Νπλεοχροϊσμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polychroism < πολυ-* + χρο- / χρω- (< χρώς «χρώμα») + κατάλ. -ism (πρβλ. -ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αντ. Κορδέλλα].
Dictionary of Greek. 2013.